- ουλομελίη
- οὐλομελίη, ἡ (Α)1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ' επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ(κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην»3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» — γενικώς, συνολικώς.
Dictionary of Greek. 2013.