ουλομελίη

ουλομελίη
οὐλομελίη, ἡ (Α)
1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ' επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος
2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ
(κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην»
3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» — γενικώς, συνολικώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οὐλομελίῃ — οὐλομελίη wholeness of limbs fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελίην — οὐλομελίη wholeness of limbs fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομελίης — οὐλομελίη wholeness of limbs fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”